ἀποκαλυπτόμενος

ἀποκαλυπτόμενος
ἀποκαλύπτω
uncover
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευπερίφωρος — εὐπερίφωρος, ον (Α) αυτός που φανερώνεται, εύκολα, που αποκαλύπτεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί φωρος «αποκαλυπτόμενος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”